τοξιναιμία

τοξιναιμία
τοξιναιμία, η και τοξαιμία, η
εμφάνιση τοξικών φαινομένων εξαιτίας τοξινών στο αίμα: Εμφανίζει συμπτώματα τοξιναιμίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τοξιναιμία — και τοξαιμία, η, Ν 1. ιατρ. η παρουσία μεγάλων ποσοτήτων βακτηριακών τοξινών στο αίμα, χωρίς ανάλογη αύξηση τού αριθμού τών μικροβίων τα οποία τίς παράγουν, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις νόσων από βακτήρια που δρουν με τις εξωτοξίνες τους 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… …   Dictionary of Greek

  • ακετόνη — Άχρωμο υγρό με ευχάριστη οσμή, εύφλεκτο, διαλυτικό για πολλές ουσίες, όπως τα βερνίκια, ο σελουλοΐτης και άλλα σχετικά. Το μόριο της ένωσης αυτής περιέχει τρία άτομα άνθρακα, έξι άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου: ο χημικός της τύπος είναι… …   Dictionary of Greek

  • τοξαιμία — η, Ν ιατρ. η τοξιναιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tox(a)emia < tox (< λατ. toxicum «δηλητήριο» < τοξικόν + (a)emia (< αἷμα)] …   Dictionary of Greek

  • ακετοναιμία ή οξοναιμία — Πάθηση που οφείλεται στην παρουσία ακετόνης στο αίμα. Παρατηρείται σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις (σακχαρώδης διαβήτης, ασιτία, τοξιναιμία της κύησης κ.ά.) και αποτελεί το κύριο αίτιο των ακετοναιμικών εμετών των βρεφών και των παιδιών.… …   Dictionary of Greek

  • τοξαιμία — η τοξιναιμία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”